ἀποπειρᾶν

ἀποπειρᾶν
ἀπόπειρα
trial
fem gen pl (doric aeolic)
ἀποπειράομαι
make trial
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
ἀποπειράομαι
make trial
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
ἀποπειράομαι
make trial
pres part act masc nom sg (doric aeolic)
ἀποπειρᾶ̱ν , ἀποπειράομαι
make trial
pres inf act (epic doric)
ἀποπειράομαι
make trial
pres inf act (attic doric)
ἀποπειράζω
make trial of
fut part act masc voc sg (doric aeolic)
ἀποπειράζω
make trial of
fut part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
ἀποπειράζω
make trial of
fut part act masc nom sg (doric aeolic)
ἀποπειράζω
make trial of
fut inf act

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀποπειρᾷν — ἀποπειράομαι make trial pres inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόπειραν — ἀπόπειρα trial fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ΕΑΜ — (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο). Ελληνική αντιστασιακή οργάνωση που έδρασε στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Οι προσπάθειες για τη δημιουργία μίας οργάνωσης του είδους άρχισαν τον Μάιο του 1941 με την πρωτοβουλία πολιτικών… …   Dictionary of Greek

  • Τάγματα Ασφαλείας — Στρατιωτικά ελληνικά σώματα που ιδρύθηκαν στα χρόνια της Κατοχής με σκοπό τη διάλυση των ανταρτικών οργανώσεων που πολεμούσαν τους κατακτητές. Τα Τ. Α., που χαρακτηρίστηκαν με το αναγκαστικό διάταγμα 179/69 από το δικτατορικό καθεστώς των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”